dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verderben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kaputtmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerstören
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schädigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgeben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durcheinander bringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geld wechseln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kaputtgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verderben lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschlampen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschlechtern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ruinieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
χαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wechseln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)