dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
διάβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorübergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)