dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Potenzial
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Potential
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αποσπώ εργατικό δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwerben
Ⓦ
Ⓖ
…
ανθρώπινο δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εργατικό δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δυναμικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dynamisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δυναμικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Energie
Ⓦ
Ⓖ
…
αναπτυξιακό δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Entwicklungspotenzial
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δυναμικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kapazität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δυναμικό σπορ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kraftsport
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δυναμικό αποθήκευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lagerkapazität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γεωργικό εργατικό δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
landwirtschaftliche Arbeitskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δυναμικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leistungsfähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικογενειακό εργατικό δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mitarbeitender Familienangehöriger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γυναικείο εργατικό δυναμικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weibliche Arbeitskraft
Ⓦ
Ⓖ
…