dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συνδέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσαρτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προσχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συντάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)