dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
πεισματάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nickel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νικέλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nickel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)