dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beladen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufladen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
belasten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verladen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φορτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfrachten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)