dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απαλλάσσω κάποιον από κάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhelfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διορθώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhelfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βολεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhelfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ικανοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhelfen
Ⓦ
Ⓖ
…