dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
υπερβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπερβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπερβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπερβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überwinden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπερβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übersteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υπερβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übertreten
Ⓦ
Ⓖ
…