dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αφερεγγυότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Insolvenz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αναξιόχρεο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Insolvenz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χρεοκοπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Insolvenz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
πτωχευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Insolvenz-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δικαστήριο πτωχεύσεων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Insolvenzgericht
Ⓦ
Ⓖ
…
πιστωτής πτώχευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Insolvenzgläubiger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πτωχευτικό δίκαιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Insolvenzrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαδικασία πτώχευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Insolvenzverfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σύνδικος πτώχευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Insolvenzverwalter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εκκαθαριστής επιχείρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Insolvenzverwalter
Ⓦ
Ⓖ
…