dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σταθμός ηλεκτροπαραγωγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kraftwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
σταθμός παραγωγής ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kraftwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εργοστάσιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kraftwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kraftwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ηλεκτρικό εργοστάσιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kraftwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)