dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκλιπαρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκλιπαρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκλιπαρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehend bitten
Ⓦ
Ⓖ
…