dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τιμάριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φέουδο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
εκλιπαρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξορκίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ικεσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
δανειοδότηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Darlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
δάνειο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Darlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δάνεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Darlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δανεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Darlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δάνειο ΕΚΑΧ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
EGKS-Darlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δάνειο ΕΤΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
EIB-Darlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erflehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δάνειο Ευρατόμ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Euratom-Darlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκλιπαρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ικεσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Flehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ικετεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παροχή κοινοτικού δανείου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemeinschaftsdarlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βιομηχανική πίστη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Industriedarlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φοιτητικό δάνειο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Studentendarlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
καταναλωτικό δάνειο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verbraucherdarlehen
Ⓦ
Ⓖ
…
συμβατικό δάνειο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vereinbarungsdarlehen
Ⓦ
Ⓖ
…