dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
κρίσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kritisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
κρίσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entscheidend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
κρίσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bedenklich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κρίσιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prekär
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)