dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καλύβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hütte
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καλύβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schuppen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καλύβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verschlag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καλύβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Häuschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
ορεινή καλύβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Almhütte
Ⓦ
Ⓖ
…