dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πυρηνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nuklear
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
πυρηνική χημεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nuklearchemie
Ⓦ
Ⓖ
…
αποπυρηνικοποίηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nukleare Abrüstung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πυρηνική ασφάλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nukleare Sicherheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πυρηνικό ατύχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nuklearer Unfall
Ⓦ
Ⓖ
…
πυρηνική ιατρική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nuklearmedizin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πυρηνική κεφαλή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nuklearsprengkopf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πυρηνική δοκιμή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nukleartest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θερμοπυρηνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
thermonuklear
Ⓦ
Ⓖ
…