dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bitter machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betrüben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verbittern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bitter werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πικραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kränken
Ⓦ
Ⓖ
…