dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ζαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betäuben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ναρκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betäuben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποναρκώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betäuben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναισθητοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betäuben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαυκαλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betäuben
Ⓦ
Ⓖ
…