dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
δανεισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geliehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δανεικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geliehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)