dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
γκρινιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nörgler
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
γκρινιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kleinlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γκρινιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grantig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
γκρινιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jammerlappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γκρινιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mürrisch
Ⓦ
Ⓖ
…