dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
υποκατάστατο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ersatz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
υποκατάστατο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Substitut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
υποκατάστατο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Surrogat
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)