dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
πλημμελειοδικείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Strafkammer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλημμελειοδικείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Amtsgericht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πλημμελειοδικείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Landgericht
Ⓦ
Ⓖ
…