dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
καθήκον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pflicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καθήκον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufgabe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
καθήκον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Funktion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καθήκον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Obliegenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)