dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
εξάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bauteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εξάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anhang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εξάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zubehör
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εξάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zubehörteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εξάρτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)