dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
εμπόρευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ware
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
εμπόρευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Artikel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εμπόρευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gut
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)