dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γραμματικό γένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Genus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σεξουαλικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Genus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
γένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Genus
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)