dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αυλάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rinne
Ⓦ
Ⓖ
…
αυλάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Furche
Ⓦ
Ⓖ
…
αυλάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nut
Ⓦ
Ⓖ
…
αυλάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rille
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αυλάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Riefe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αυλάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wassergraben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)