dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φεουδαλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Feudalismus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φεουδαρχισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Feudalismus
Ⓦ
Ⓖ
…