dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φεμινιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Feminist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)