dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
υποψήφιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bewerber
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υποψήφιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kandidat
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
υποψήφιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kandidierend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
υποψήφιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
potenziell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υποψήφιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anwärter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υποψήφιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aspirant
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)