dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
υπήκοος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Staatsangehöriger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υπήκοος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Untertan
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
υπήκοος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Staatsangehörige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υπήκοος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Angehörige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπήκοος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Staatsbürgerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υπήκοος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Staatsbürger
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)