dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
συμβιβασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kompromiss
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
συμβιβασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vergleich
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
συμβιβασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Übereinkunft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συμβιβασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συμβιβασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausgleich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συμβιβασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zugeständnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συμβιβασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)