dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
πάρεδρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Assessor
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
δικαστικός πάρεδρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gerichtsassessor
Ⓦ
Ⓖ
…