dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
παλιατζίδικο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Altwarenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παλιατζής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Altwarenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παλαιοπώλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Altwarenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…