dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μαστροπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zuhälter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μαστροπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kuppler
Ⓦ
Ⓖ
…