dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λάκκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Graben
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λάκκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Patsche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λάκκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Grube
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)