dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
καβγατζής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Raufbold
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
καβγατζής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Streithammel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
καβγατζής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stänkerer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καβγατζής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zänkisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καβγατζής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streitsüchtig
Ⓦ
Ⓖ
…