dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ευνούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hämling
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ευνούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eunuch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ευνούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kastrat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ευνούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verschnittener
Ⓦ
Ⓖ
…