dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εφευρέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erfinder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ερευνητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erfinder
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)