dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μαθητευόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lehrling
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εκπαιδευόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lehrling
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κάλφας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lehrling
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τσιράκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lehrling
Ⓦ
Ⓖ
…