dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δουλοπάροικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leibeigene
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)