dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
διάδοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nachfolgerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
διάδοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nachfolger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διάδοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Thronfolger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διάδοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erbe
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)