dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
βαθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Grad
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
βαθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Note
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
βαθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Punkt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βαθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausprägung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βαθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βαθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stufe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βαθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Maß
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)