dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εγωιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Egoist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ατομιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Egoist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
εγωίστρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Egoistin
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
εγωιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
egoistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
εγωιστικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
egoistisch
Ⓦ
Ⓖ
…