dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αποταμιευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Akku
Ⓦ
Ⓖ
…
αποταμιευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Akkumulator
Ⓦ
Ⓖ
…
αποταμιευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Batterie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αποταμιευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sparer
Ⓦ
Ⓖ
…