dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
αντάρτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Partisan
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντάρτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Guerillakämpfer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντάρτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Guerillero
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντάρτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Heckenschütze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντάρτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Widerstandskämpfer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντάρτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Guerilla
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αντάρτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rebell
Ⓦ
Ⓖ
…