dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gewebe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Webstuhl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gefüge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mast
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pfeiler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Struktur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spinnwebe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ιστός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tissu
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)