dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τρομάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φρίκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Entsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…