dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
βουλευτική ομάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fraktion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κοινοβουλευτική ομάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fraktion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παράταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fraktion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πολιτική ομάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fraktion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φατρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fraktion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ομάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fraktion
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)