dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οικονομική ύφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rezession
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ύφεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rezession
Ⓦ
Ⓖ
…