dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υπόσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bestand
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Existenz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Grund
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Grundlage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
υπόσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Wesen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπόσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Dasein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υπόσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…